Bob Marley: Ο άνθρωπος που καθόρισε ένα ολόκληρο έθνος!

Bob Marley: Ο άνθρωπος που καθόρισε ένα ολόκληρο έθνος!

 Τζαμαϊκανός μουσικός

 Πλήρες όνομα: Robert Nesta Marley

 Ημ. γέννησης: 6 Φεβρουαρίου 1945, Τζαμάικα

 Ημ. θανάτου: 11 Μαΐου 1981 (36 ετών), Μαϊάμι Φλόριντα

 Βραβεία και τιμές: Βραβείο Grammy, Rock and Roll Hall of Fame and Museum (1994).

 Ο Μπομπ Μάρλεϊ, (Robert Nesta Marley), ήταν Τζαμαϊκανός τραγουδιστής και τραγουδοποιός του οποίου η στοχαστική συνεχής ενασχόληση με το πρώιμο είδος μουσικής ska και οι μουσικές φόρμες της reggae άνθισαν τη δεκαετία του 1970 δημιουργώντας ένα μοναδικό είδος μουσικής επηρεασμένο από τη ροκ που τον έκανε διεθνή σούπερ σταρ.

 Ο πατέρας του, Norval Sinclair Marley, (γεννημένος το 1895) ήταν Τζαμαϊκανός με αγγλική καταγωγή, που ζούσε στο Λίβερπουλ. Ο Norval ήταν ναυτικός αξιωματούχος, καπετάνιος και επιθεωρητής φυτειών, όταν γνώρισε και παντρεύτηκε την Σεντέλα Μπούκερ (1926- 2008), μια Τζαμαϊκανή μόλις δεκαεννιά χρονών τότε.

 Ο Norval παρείχε οικονομική υποστήριξη στη γυναίκα και το παιδί του, αλλά σπάνια τους έβλεπε, λόγω των συχνών μακρινών ταξιδιών του. Το 1955, όταν ο Μάρλεϊ ήταν 10 χρονών, ο πατέρας του πέθανε από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 60 ετών.

 Σαν να μην έφτανε αυτό το τραγικό γεγονός της απώλειας του πατέρα του, ο Μπομπ Μάρλεϊ έπεσε θύμα ρατσισμού στην παιδική του ηλικία λόγω της ανάμεικτης καταγωγής του και καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ήρθε πολλές φορές αντιμέτωπος με ερωτήσεις για τη φυλετική του ταυτότητα.

 Η ποιητική κοσμοθεωρία του διαμορφώθηκε από την ύπαιθρο και η μουσική του από τους σκληρούς δρόμους του γκέτο του West Kingston. Ο παππούς του Μάρλεϊ από την πλευρά της μητέρας του δεν ήταν απλώς ένας επιφανής αγρότης, αλλά ένας βοτανολόγος, γνωτός για τις φυτικές θεραπείες του, ο οποίος έχαιρε μεγάλου σεβασμού στην απομακρυσμένη ορεινή χώρα της Τζαμάικα.

 Ως παιδί, ο Μάρλεϊ ήταν γνωστός για τη ντροπαλή, αποστασιοποιημένη συμπεριφορά του, το εντυπωσιακό βλέμμα του, αλλά και την αγάπη του για το διάβασμα της παλάμης!

 Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Μάρλεϊ και η μητέρα του μετακόμισαν σε μια φτωχογειτονιά του Κίνγκστον, στη Trenchtown.

 Εκεί, αναγκάστηκε να μάθει αυτοάμυνα για να υπερασπίζεται τον εαυτό του από παλικαρισμούς που τον είχαν σαν στόχο λόγω της καταγωγής και του αναστήματος του, καθώς ήταν κοντός (1.63 μ. ύψος). Τελικά όμως, η φυσική δύναμη και ο χαρακτήρας του τον βοήθησαν να κερδίσει την αποδοχή και μεταξύ άλλων το ψευδώνυμο «Tuff Gong».

 Ο Μάρλεϊ έγινε φίλος με τον Neville «Bunny» Livingston (αργότερα γνωστός ως Bunny Wailer), με τον οποίο ξεκίνησε να παίζει μουσική. Παράλληλα, παράτησε το σχολείο σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών και ξεκίνησε να εργάζεται ως μαθητευόμενος σε ένα σιδεράδικο.

 Στον ελεύθερο χρόνο του, αυτός και ο Livingston έπαιζαν μουσική με τον Joe Higgs, ένα τοπικό τραγουδιστή που είχε ασπαστεί τον Ρασταφαριανισμό και θεωρείται από πολλούς μέντορας του Μάρλεϊ. Σε μια τέτοια συνεύρεση με τον Higgs και τον Livingston, ο Μάρλεϊ γνώρισε τον Peter McIntosh (αργότερα γνωστό ως Peter Tosh), με τον οποίο είχαν κοινές μουσικές φιλοδοξίες.

 Ο Marley ήταν θαυμαστής των Fats Domino, των Moonglows και του ποπ τραγουδιστή Ricky Nelson, αλλά, όταν ήρθε η μεγάλη του ευκαιρία το 1961 να ηχογραφήσει με τον παραγωγό Leslie Kong, επέλεξε το «Judge Not», μια ζωηρή μπαλάντα που είχε γράψει βασισμένη στις αρχές της αγροτικής ζωής που έμαθε από τον παππού του.

 Μεταξύ των άλλων πρώιμων κομματιών του βρισκόταν το «One Cup of Coffee» (διασκευή μιας επιτυχίας του 1961 από τον τραγουδιστή Claude Gray του Τέξας), που κυκλοφόρησε το 1963 στην Αγγλία από την εταιρεία Anglo-Jamaican Island Records του Chris Blackwell.

 Ο Marley δημιούργησε επίσης ένα φωνητικό συγκρότημα στο Trench Town με τους φίλους του Peter Tosh (αρχικό όνομα Winston Hubert MacIntosh) και Bunny Wailer (αρχικό όνομα Neville O’Reilly Livingston).

 Αυτή η τριάδα του μουσικού συγκροτήματος, η οποία ονομάστηκε «The Wailers», έλαβε φωνητική καθοδήγηση από τον γνωστό τραγουδιστή Joe Higgs. Αργότερα, ενώθηκαν με τον τραγουδιστή Junior Braithwaite και τους τραγουδιστές φωνητικών Beverly Kelso και Cherry Green.

 Τον Δεκέμβριο του 1963, οι Wailers μπήκαν στις εγκαταστάσεις του Coxsone Dodd’s Studio One για να ηχογραφήσουν το «Simmer Down», ένα τραγούδι του Bob Marley που είχε χρησιμοποιήσει για να κερδίσει έναν διαγωνισμό ταλέντων στο Kingston.

 Σε αντίθεση με την παιχνιδιάρικη μουσική mento ή την ποπ και το rhythm and blues που μεταφέρονταν στην Τζαμάικα από τους αμερικανικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, το «Simmer Down» ήταν ένας ύμνος από τις παραγκούλες της κατώτερης τάξης του Κίνγκστον.

 Το τραγούδι έγινε hit εν μια νυκτί, παίζοντας σημαντικό ρόλο στην αναδιατύπωση της ατζέντας για τους μουσικούς κύκλους της Τζαμάικας. Δεν χρειαζόταν πλέον κανείς να παπαγαλίζει τα στυλ των υπερπόντιων τραγουδιστών και celebrities, καθώς ήταν δυνατό να γραφτούν ακατέργαστα, ασυμβίβαστα τραγούδια και για τους απαξιωμένους ανθρώπους των παραγκουπόλεων των Δυτικών Ινδιών.

 Αυτή η τολμηρή αλλαγή μεταμόρφωσε τόσο τον Μάρλεϊ όσο και το νησιωτικό έθνος του, δημιουργώντας στον φτωχό λαό μια υπερηφάνεια που θα γινόταν μια έντονη πηγή ταυτότητας (και καταλύτης για τις εντάσεις που σχετίζονται με τις ταξικές διακρίσεις) στην κουλτούρα της Τζαμάικα.

 Οι Wailers ευημερούσαν στην Τζαμάικα στα μέσα της δεκαετίας του 1960 με τους ska δίσκους τους, ακόμη και κατά τη διάρκεια της παραμονής του Marley στο Ντέλαγουερ το 1966 (για να επισκεφτεί τη μητέρα του και να βρει προσωρινή δουλειά).

 Το υλικό Reggae τραγουδιών που δημιουργήθηκε το 1969–71 με τον παραγωγό Lee Perry αύξησε την απήχηση των Wailers, οι οποίοι μόλις υπέγραψαν το 1972 με την διεθνή δισκογραφική Island και κυκλοφόρησαν το Catch a Fire (το πρώτο άλμπουμ reggae που σχεδιάστηκε ως κάτι περισσότερο από μια απλή συλλογή σινγκλ), κατάφεραν να δημιουργήσουν μια φανατική βάση θαυμαστών για το νέο ανερχόμενο είδος, τη Reggae, με στοιχεία ροκ.

 Παράλληλα ο Marley άρχισε να αποκτά ολοένα και περισσότερο την ταυτότητα του σούπερ σταρ, το οποίο οδήγησε σταδιακά στη διάλυση της αρχικής τριάδας περίπου στις αρχές του 1974.

 Αν και ο Peter Tosh απολάμβανε μια διακεκριμένη σόλο καριέρα πριν από τη δολοφονία του το 1987, πολλά από τα καλύτερα σόλο άλμπουμ του (όπως τα Equal Rights [ 1977]) υποτιμήθηκαν, όπως και το εξαιρετικό σόλο άλμπουμ του Bunny Wailer, Blackheart Man (1976).

 Η εκδοχή του διάσημου Έρικ Κλάπτον του τραγουδιού «I Shot the Sheriff’» των Wailers το 1974 διέδωσε περαιτέρω τη φήμη του Marley. Εν τω μεταξύ, ο Marley συνέχισε να καθοδηγεί το έμπειρο συγκρότημα Wailers μέσα από μια σειρά από ισχυρά, επίκαιρα άλμπουμ.

 Σε αυτό το σημείο, ο Marley ένωσε τις φωνητικές του δυνάμεις με μια τριάδα γυναικών back up singers που περιελάμβανε τη σύζυγό του, Rita, η οποία γνώρισε αργότερα τη δική της δισκογραφική επιτυχία.

 Τα πιο διάσημα τραγούδια «No Woman No Cry», «Exodus», «Could You Be Loved», «Coming in from the Cold», «Jamming» και «Redemption Song», περιλαμβάνονται στα άλμπουμ ορόσημο του Marley, Natty Dread (1974), Live! (1975), Rastaman Vibration (1976), Exodus (1977), Kaya (1978), Uprising (1980), και Confrontation (1983).

 Τα τραγούδια του Marley ήταν δημόσιες εκφράσεις προσωπικών αληθειών, που έπαιρναν σάρκα και οστά περιπλέκοντας τα όρια διαφορετικών μουσικών ειδών, όπως το rhythm and blues, τη ροκ και τη ρέγκε. Ένας μοναδικός συνδυασμός που μεγιστοποιούσε την αφηγηματική δύναμη αυτών των εκφράσεων.

 Είναι γεγονός πως ο Marley άφησε ως κληρονομιά στις επόμενες γενιές ένα παθιασμένο σύνολο έργων που θεωρείται μέχρι σήμερα η επιτομή του sui generis.

 Αυτό που ίσως δεν έχει καταδειχθεί τόσο είναι ότι ο Marley ήταν μια μεγάλη πολιτική προσωπικότητα και το 1976 επέζησε μιας απόπειρας δολοφονίας με πολιτικά κίνητρα. Η προσπάθειά του να μεσολαβήσει σε μια εκεχειρία μεταξύ των αντιμαχόμενων πολιτικών φατριών της Τζαμάικας, κορυφώθηκε με τη συναυλία ειρήνης με τίτλο «One Love» τον Απρίλιο του 1978.

 Η κοινωνικοπολιτική του επιρροή του χάρισε επίσης μια πρόσκληση να εμφανιστεί ζωντανά το 1980 στις τελετές για τον εορτασμό της κυριαρχίας της πλειοψηφίας και της διεθνώς αναγνωρισμένης ανεξαρτησίας της Ζιμπάμπουε. Τον Απρίλιο του 1981, η κυβέρνηση της Τζαμάικας απένειμε στον Μάρλεϊ το Order of Merit. Ένα μήνα αργότερα, ο διάσημος τραγουδιστής πέθανε από καρκίνο.

 Αν και τα τραγούδια του ήταν μερικά από τα πιο δημοφιλή και αναγνωρισμένα από τους κριτικούς μουσικής και το κοινό, ο Marley αύξησε τις πωλήσεις των δίσκων του μετά τον θάνατό του, καθώς το Legend (1984), μια αναδρομική έκθεση της δουλειάς του, έγινε το άλμπουμ της reggae με τις περισσότερες πωλήσεις όλων των εποχών, με διεθνείς πωλήσεις άνω των 12 εκατομμυρίων αντιτύπων.

Διαβάστε ακόμα στο Manday.gr:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top